δωδεκαπλασιος

δωδεκαπλασιος
    δωδεκαπλάσιος
    δωδεκα-πλάσιος
    2
    (ᾰσ) двенадцатикратный
    

λόγος δ. Plut. — отношение 12:

    1


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δωδεκαπλασιος" в других словарях:

  • δωδεκαπλάσιος — twelvefold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαπλάσιος — α, ο (AM δωδεκαπλάσιος, ον) ο δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωδεκαπλάσιον — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem acc sg δωδεκαπλάσιος twelvefold neut nom/voc/acc sg δωδεκαπλασίων twelvefold masc/fem voc sg δωδεκαπλασίων twelvefold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαπλασίων — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem/neut gen pl δωδεκαπλασίων twelvefold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαπλασίῳ — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκαπλούς — ή, ούν (AM δωδεκαπλοῡς oῡv) 1. δωδεκαπλάσιος 2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα όμοια μέρη ή παρουσιάζει δώδεκα όψεις («δωδεκαπλούν άνθος, σύστημα») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»